- επικείρω
- ἐπικείρω (Α)1. κόβω, αποκόπτω2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.)3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.